Γιατί;
Δεν θέλουμε να γράψουμε. Εντάξει, παραμερίζουμε τους δισταγμούς μας για τον ελάχιστο χρόνο που έχουμε, για κάποια επόμενα πρότζεκτ. Στην πραγματικότητα είναι πολύ απλό: δεν θέλουμε να γράψουμε για την παραμονή μας στην πόλη. Ωστόσο περνούσαμε τόσο ευχάριστα εκεί. Απολαύσαμε την τσιπούρα μας στα στενά δρομάκια το βράδυ, όλα τα βράδια! τον περίπατό μας στο πάρκο σωστή ζούγκλα, -πάντα πηγαίνοντας γύρω γύρω, την ντομάτα και το αγγούρι και τις ελιές, το βλέμμα προς και από την Ακρόπολη (ή γύρω από αυτήν), τους δροσερούς χώρους των μουσείων με τους κίονες που μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό τους, τη στενή στριφογυριστή σκάλα στο μικρό ξενοδοχείο, τόσο παριαζιάνικη!, τις κουβέντες μας για την εξαφάνιση της πατρίδας, χωρίς να έχει εκδιωχθεί κάποιος από τη χώρα του, την ολοήμερη αναζήτηση για το μόνο κατάλληλο μαγαζί για τα σανδάλια των ποιητών, το χρόνο που καθόμαστε στους πεζόδρομους, περιμένοντας την πίτα μινιατούρα, τα πιρουνάκια και τις καράφες στη σκόνη του δρόμου, τη συζήτησή μας για τα εγκαταλειμμένα γαλλικά σχολεία από την εποχή της αποικιοκρατίας στη σημερινή Καμπότζη, τη θάλασσα, από νωρίς το πρωί το βλέμμα από ψηλά πάνω από τις στέγες την ώρα του πρωινού, και πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσαμε μόνο να τρέχουμε από τη μια στην άλλη! Το μόνιμο αίτημα για ανεξαρτησία δεν αφήνει κανέναν να ξεχάσει πόσο υπέροχα είναι για κάποιον που γνωρίζει καλά, να μπορεί να τριγυρίσει εδώ κι εκεί- και γιατί όχι; Όλα ήταν ωραία. Άρχισε βέβαια ήδη το ότι ο σοφέρ απλώς οδηγούσε αντί ανοίγει κουβέντα για τη Γερμανία, την Ελλάδα ή, Θεός φυλάξοι, το ευρωπαϊκό ζήτημα. Αναρωτιόμαστε, “χρειάζεται λοιπόν να προσθέσει κανείς κάτι και γραπτά;”